ξεφύλλισμα

ξεφύλλισμα
το [ξεφυλλίζω]
1. αφαίρεση ή αραίωση τών φύλλων φυτού, η αποκοπή τών περιττών φύλλων και βλαστών ορισμένων φυτών, όπως τού αμπελιού
2. το αυτόματο πέσιμο ή η αφαίρεση τών πετάλων τού άνθους
3. μτφ. βιαστικό και επιπόλαιο διάβασμα βιβλίου με γρήγορο γύρισμα τών φύλλων του («με ένα ξεφύλλισμα που έκανες στην ιστορία δεν μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι τήν έμαθες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεφύλλισμα — το, ατος 1. αφαίρεση ή αραίωση φύλλων φυτού: Φούντωσε η κληματαριά και θέλει ξεφύλλισμα. 2. αφαίρεση των πετάλων λουλουδιού: Το ξεφύλλισμα της μαργαρίτας. 3. φυλλομέτρημα του βιβλίου, γρήγορη και αποσπασματική ανάγνωση: Με το ξεφύλλισμα του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • εκφύλλιση — η αποβολή ή κόψιμο τών φύλλων, τών φυτών ή τών λουλουδιών, μάδημα, ξεφύλλισμα …   Dictionary of Greek

  • φυλλολόγημα — το, Ν 1. συλλογή φύλλων για να χρησιμοποιηθούν για αφεψήματα ή ως ζωοτροφή 2. αφαίρεση φύλλων, ξεφύλλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν Γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

  • φυλλομέτρημα — το, Ν 1. ξεφύλλισμα βιβλίου 2. βιαστικό, επιπόλαιο διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φύλλισις — ίσεως, ἡ, Α [φυλλίζω] η αφαίρεση τών φύλλων, το ξεφύλλισμα …   Dictionary of Greek

  • ξεφυλλίζω — ξεφύλλισα, ξεφυλλίστηκα, ξεφυλλισμένος 1. αποσπώ φύλλα, μαδώ τα πέταλα λουλουδιού: Το κλήμα θέλει ξεφύλλισμα. 2. φυλλομετρώ, διαβάζω στα γρήγορα βιβλίο, ρίχνω ματιές: Ξεφύλλισα το βιβλίο στα γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιδιάβαση — η 1. η σκόπιμη ή μη περιφορά, το βολτάρισμα, ο βιαστικός περίπατος. 2. το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλλολόγημα — το, ατος 1. η συλλογή φύλλων φυτού που καλλιεργείται γι αυτό το σκοπό (π.χ. της μουριάς). 2. η αφαίρεση τμήματος από τα φύλλα φυτών την εποχή της βλάστησης, το φυλλομάδημα. 3. βιαστική ανάγνωση, φυλλομέτρημα, ξεφύλλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλλομέτρημα — το, ατος 1. το μέτρημα των φύλλων βιβλίου. 2. η βιαστική ανάγνωση βιβλίου, το ξεφύλλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”